- Μενεκράτης
- Μενεκράτηςabiding in strengthmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… … Dictionary of Greek
Μενεκράτη — Μενεκράτης abiding in strength masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενεκράτην — Μενεκράτης abiding in strength masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENECRATES — I. MENECRATES Medicus Syracusanus, 105. Olymp. sub Artaxerxe Ocho, nullam dicitur accepisse mercedem medendi. Curabat imprimis sacrum morbum, tantum hâc mercede contentus, ut liberati, se ipsius esse servos faterentur, se vero Iovem, appellabat:… … Hofmann J. Lexicon universale
Menecrates — (Greek: Μενεκράτης) is the name of: Menecrates of Ephesus, ancient Greek poet Menecrates of Syracuse, physician to Philip of Macedon Menecrates of Xanthus, ancient Greek historian Menecrates (sculptor), ancient Greek sculptor A pirate in William… … Wikipedia
Menecrates (sculptor) — Menecrates (Greek: Μενεκράτης) was an ancient Greek sculptor who flourished during the 2nd century BC. Little is known about him except that, according to Pliny the Elder, he was the teacher of Apollonius of Tralles and Tauriscus, the sculptors… … Wikipedia
МЕНЕКРАТ — • Menecrătes, Μενεκράτης, 1 ) афинский архонт; 2. поэт новой комедии, от которого, впрочем, ничего не сохранилось; 3. человек, известный только тем, что против него была написана также не дошедшая до нас речь Исея;… … Реальный словарь классических древностей
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek